Συγγραφέας
aristides nastos
author


ΝΕΟ




Βιογραφικό
Οι Εφιάλτες Του Άγκαρατ (Εκδόσεις Βάρδος- Δεκέμβριος 2021)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο Αλβίν εκείνο το απόγευμα απομακρύνθηκε από το φτωχικό του σπίτι για να βρει την απομόνωση στον αγαπημένο του βράχο δίπλα στο βάλτο. Ο εφιάλτης της προηγούμενης νύχτας και ο ταραγμένος του ύπνος τού έδωσαν την ανάγκη να αναζητήσει τη γαλήνη του τραγουδιού των πλασμάτων της φύσης στο πνευματικό του καταφύγιο, το οποίο ήταν ένας λασπώδης βάλτος, που βρισκόταν στους πρόποδες του μικρού λόφου του σπιτιού του. Οι ώρες περνούσαν με τον νεαρό άντρα να προσπαθεί να βρει την ηρεμία και την αισιοδοξία, μέχρι που νύχτωσε.
Είχε μια παράδοξη ξαστεριά εκείνη τη βραδιά. Η πανσέληνος έντυσε τον άσχημο βάλτο στα αργυρόλευκα και ταυτόχρονα από το δάσος κυριαρχούσε μια πελώρια επιβλητική σκιά. Πάντα οργίαζε η φαντασία του Αλβίν. Πάντα έβλεπε εκεί που οι περισσότεροι αδυνατούσαν να δουν. Εκείνη τη νύχτα, όμως, η ατμόσφαιρα έμοιαζε με έναν περίεργο οιωνό, που δεν μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει, καθώς έπεφτε πρόθυμα έρμαιο της ομορφιάς του. Το μόνο που έλειπε ήταν το αγαπημένο τραγούδι του Αλβίν. Τα δεκάδες κρωξίματα των βατράχων, που του χάριζαν στιγμές διαύγειας και δύναμης. Το τραγούδι του βάλτου θύμιζε στον Αλβίν πως η ζωή συνεχίζει τον κύκλο της, παρόλο που ο άνθρωπος θέλει να ταράζει συνεχώς την ηρεμία της.
Τη νύχτα αυτή, όμως, ο βάλτος σιώπησε και το μόνο τραγούδι που ακουγόταν ήταν αυτό του ανέμου που χάιδευε τα δέντρα και τα έκανε να λικνίζονται σαν μεθυσμένοι στρατιώτες μετά από νικηφόρα μάχη. Ο αέρας δυνάμωσε και έκανε τα ξανθά του μαλλιά να ανεμίσουν. Πάλι η σκέψη του πήγε στους εφιάλτες, που άλλοτε επέστρεφαν και άλλοτε τον άφηναν, αλλά πάντα έβρισκαν το δρόμο να του ταράζουν τον ύπνο. Σχεδόν όλοι ξεκινούσαν με γαλήνη και ομορφιά και αρκούσε ένα ξαφνικό αεράκι, όπως αυτό, για να μετατραπούν σε έναν αγώνα επιβίωσης και τρόμου. Αναρωτιόταν συχνά μήπως ο λόγος που βασανίζεται πηγάζει από τα ταραγμένα χρόνια της ζωής του, που άρχισαν μόλις είδε για τελευταία φορά τον πατέρα του και την πόλη που μεγάλωσε. Ο πατέρας του ήταν ο μοναδικός κηδεμόνας που γνώρισε, εκτός από τις υπηρέτριες που είχε το αρχοντικό του σπίτι. Είχαν περάσει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια από όταν χώρισαν οι δρόμοι του Αλβίν με εκείνον και με τη ζωή όπως την ήξερε, εξαιτίας ενός άσχημου παιχνιδιού της μοίρας. Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν και πολλά άλλαξαν.
Ύστερα, οι ταραγμένες του σκέψεις πήγαν κατευθείαν στο παιδί του. Ήταν και αυτός πατέρας πλέον εδώ και καιρό και αυτό τον είχε κάνει να αναθεωρήσει την αξία της ζωής, που τόσο την είχε ξεχάσει. Για να τιμήσει επιτέλους αυτή την αξία, εγκατέλειψε την προηγούμενη ζωή του και εγκαταστάθηκε σε εκείνον τον ερημότοπο του Βορρά, του τεράστιου βασιλείου της Φραγκίας. Εκεί όπου πίστευε πως θα έβρισκε την ηρεμία και θα κρατούσε τα φαντάσματα του παρελθόντος μακριά από τη Μαριέτ και τη μικρή τους κόρη.
Στις χρόνιες περιπλανήσεις του είδε πολλούς θησαυρούς, κατάφερε ακόμα και να αποκτήσει λίγα από τα μυθικά πλούτη του κόσμου, όμως, η πανέμορφη μικρή Ζιζέλ ήταν ο πραγματικός θησαυρός της οικογένειας Λοράν. Τα λίγα χρόνια που ζούσαν εκεί η Μαριέτ είχε αποτύχει δύο φορές να γεννήσει ζωντανά ή υγιή παιδιά. Η Ζιζέλ, όμως, ήρθε ως θαύμα και, παρόλο που η μητέρα της κινδύνευσε να πεθάνει, ήταν ένα υγιέστατο βρέφος γεμάτο ζωντάνια.
Η Μαριέτ, μια έξυπνη και σκληραγωγημένη γυναίκα, χρωστούσε τη ζωή και την ευτυχία της στον Αλβίν και το γνώριζε πολύ καλά. Μαζί προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να μεγαλώσουν την κόρη τους σε μια απρόβλεπτη γη. Μια γη που μαστιζόταν από βροχοπτώσεις και πλημμύρες και, σαν απόρροια αυτού, ατελείωτη λάσπη, η οποία δυσκόλευε πιο πολύ τη ζωή τους ιδιαίτερα τους χειμώνες, που οι κρύοι άνεμοι πιρούνιαζαν τα κορμιά τους και το χώμα μετατρεπόταν σε σκληρό πάγο.
Παρόλα αυτά, η δύσκολη ζωή δεν εμπόδισε την Ζιζέλ, που είχε φτάσει ήδη στην ηλικία των τεσσάρων, να γίνει ένα χαρούμενο κορίτσι με ενεργητικότητα και έξυπνο βλέμμα. Μπορεί να πήρε τα μπλε μάτια της μητέρας της, αλλά έμοιαζε περισσότερο στον Αλβίν και όχι μόνο στο χρώμα των μαλλιών της. Του έμοιαζε και στην ανάγκη για εξερεύνηση, έτσι, έτρεχε ασταμάτητα από το πρωί ως το βράδυ, που έπεφτε εξαντλημένη για ύπνο. Πάντα οι σκέψεις για την κόρη του του προκαλούσαν χαμόγελα, σύντομα, όμως, τα διαδεχόταν η ανησυχία. Ειδικά εκείνο το βράδυ, ένα παράδοξο και απροσδιόριστο άγχος τον κατέβαλε, καθώς δεν υπήρχε κάποιο ξεκάθαρο σημάδι που να υποδείκνυε ότι θα άλλαζε η δύσκολη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους.
Ο εφιάλτης είχε πια ξεθωριάσει στη μνήμη του, αλλά έμεινε το συναίσθημα του άγχους και του φόβου αποτυπωμένο στο μυαλό και στην καρδιά του. Μήπως ήταν αυτός ο λόγος ή οι έντονες φήμες των χωρικών πως οι Άγγλοι πλησίαζαν επικίνδυνα προς τα ανατολικά, ενώ ο βασιλιάς παρέμενε αδρανής; Ο χειμώνας άφησε εδώ και μήνες την τελευταία του ψυχρή πνοή και η δίνη του πολέμου μπορεί να τους χτυπούσε την πόρτα. Δεν ήθελε, βέβαια, με τίποτα να παραδοθεί σε φήμες και κινδυνολογίες. Αν ήταν μόνος του, θα τα αντιμετώπιζε όλα ως πρόκληση ή και ως χλευασμό. Τώρα δεν άντεχε με τίποτα την ιδέα να πάθει κάτι η Μαριέτ και η Ζιζέλ, όταν η καταστροφή τους πλησιάσει. Εκείνη τη νύχτα αναζητούσε απεγνωσμένα τη συμβουλή του βάλτου, αλλά έλειπε το τραγούδι των βατράχων. Αραιά ακούγονταν μερικοί χωρίς όρεξη και σπασμωδικά, αλλά τα τριζόνια τούς κάλυπταν με την εκκωφαντική τους συναυλία. Σαν να συνωμότησε και η πανίδα στο να ταΐσει τις ανήσυχες σκέψεις του. Δεν θα ηρεμούσε ούτε απόψε.
Έκανε μια μικρή προσευχή για να συνεχίσει η ευημερία για εκείνον και τους δικούς του, σφίγγοντας έναν περίτεχνο ασημένιο σταυρό, που είχε περασμένο με δερμάτινο λουράκι στο λαιμό, καλά κρυμμένο. Μια έντονη αντίθεση σε σχέση με τα φτωχικά του ρούχα.
Την προσευχή του διέκοψε ξαφνικά ένας αγριόγατος, που έκανε τις καλαμιές της ανατολικής όχθης του βάλτου να κροταλίσουν. Σηκώθηκε από το βράχο που καθόταν και πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Έφτασε με γοργά βήματα στο κατώφλι και έσπρωξε με τρόπο την ξύλινη πόρτα μπαίνοντας αργά-αργά. Μέσα επικρατούσε ησυχία και ένα υπνωτιστικό, αμυδρό πορτοκαλί χρώμα από τα αναμμένα ακόμα κάρβουνα της εστίας.
«Αν πάθεις κάτι... τι θα απογίνουμε η μικρή κι εγώ;»
Τη σιωπή του σπιτιού έσπασε η κουρασμένη φωνή της Μαριέτ. Καθόταν σε μια μικρή πολυθρόνα δίπλα στη σβησμένη εστία. Τα καστανά της μαλλιά έπεφταν πλούσια και ανάκατα στους ώμους και το σοβαρό της βλέμμα κάρφωνε ανελέητα τον Αλβίν, αναμένοντας κάποια απάντηση.
«Κάτι σε ρώτησα!» επανέλαβε με σπασμένη φωνή αυτήν τη φορά. Ο Αλβίν σάστισε για λίγο, χάιδεψε αμήχανα τα ξανθά του μαλλιά και προσπάθησε άκομψα να διαφύγει.
«Είναι καλά; Κοιμήθηκε;»
«Η Ζιζέλ είναι μια χαρά και φυσικά κοιμήθηκε, Αλβίν! Επίσης, δειπνήσαμε χωρίς εσένα! Μπορείς να μου πεις τι να κάνω για να μην φοβάμαι κάθε φορά που απομακρύνεσαι βράδυ και χάνεσαι πέρα από το λόφο;»
Ο Αλβίν κατάλαβε πως ο βαθύς προβληματισμός του αυτήν τη φορά τον έκανε να χάσει τελείως την αίσθηση του χρόνου.
«Μην φοβάσαι... Τι μπορεί να συμβεί σε αυτήν την ερημιά; Δεν θα το ξανακάνω πάντως, αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύ-τερα».
Η απάντησή του είχε έναν τόνο ειλικρίνειας και έκανε την Μαριέτ να μαλακώσει το θυμωμένο της ύφος, μετατρέποντάς το αμέσως σε αυτό της ανησυχίας.
«Δύσκολοι καιροί έρχονται, Αλβίν! Το απόγευμα συνάντησα τυχαία στην πηγή την Ζανέτ, την κόρη του Μαρσέλ. Ξέρεις πως ο πατέρας της γυρνά από εδώ κι από εκεί με την πραμάτεια του και είπε πως η Δύση φλέγεται στον πόλεμο ξανά. Ο Έντουαρντ συνεχίζει την εκστρατεία στα εδάφη μας, εξαπολύοντας τους τοξότες του και λένε πως τίποτα δεν τον εμποδίζει να φτάσει και στα μέρη μας, μιας και έχουμε ήδη καλοκαίρι. Ποιος μου λέει εμένα πως δεν έχουν έρθει ήδη μερικοί Άγγλοι στην περιοχή, ενώ εσύ τριγυρνάς από εδώ κι από εκεί ανέμελος και ξεχνάς να γυρίσεις;»
«Δεν το πιστεύω πως κάθεσαι και ακούς τα κουτσομπολιά της ηλίθιας της Ζανέτ και τις φήμες του γεροξεκούτη, που πλέον δεν ξεχωρίζει νομίσματα από χαλίκια!»
«Καταλαβαίνεις, Αλβίν, τι θέλω να σου πω!»
Ο Αλβίν καταλάβαινε πολύ καλά. Ήξερε πως δυστυχώς ναι μεν τον γέρο τον πλήρωνες με βότσαλα και σου έλεγε «ευχαριστώ», αλλά αυτές οι φήμες δεν ήταν τελείως αβάσιμες. Ως όφειλε, όμως, έκανε μια προσπάθεια να καθησυχάσει την Μαριέτ με μάταια αποτελέσματα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που κατά βάθος θέλησε να πάει στο καταφύγιό του εκείνη την περίεργη, ξάστερη νύχτα, εκτός από το χθεσινό του εφιάλτη. Τώρα ξεκάθαρα αντιλαμβανόταν πως φοβόταν για το μέλλον. Πλησίασε προς το μέρος της και την πήρε αγκαλιά. Εκείνη, αφού έβγαλε ένα αδύναμο κλαψούρισμα, ανταπέδωσε.
«Δεν θα αφήσω να πάθετε τίποτα, με ακούς; Τίποτα». Την τελευταία λέξη την είπε χωρίς ήχο, γιατί ένιωσε μια μαχαιριά στην ψυχή του στην περίπτωση που αδυνατούσε να κρατήσει αυτήν την υπόσχεση. Ο Αλβίν φίλησε την κόρη του και, αφού ψιθύρισε κάτι για το μέλλον τους, ξάπλωσε δίπλα στην Μαριέτ. Έξω ο αέρας φώναζε οργισμένος πλέον και η Μαριέτ κούρνιασε για ασφάλεια στην αγκαλιά του. Εκείνος την χάιδευε για αρκετή ώρα έως ότου αυτή αποκοιμήθηκε και ύστερα παραδόθηκε και εκείνος σε ένα βαθύ ύπνο, παρακαλώντας τα όνειρά του, έστω αυτήν τη φορά, να είναι καλά και να του δώσουν κουράγιο.
ΙΒΑΡ: Ο Νεκρός Πολεμιστής (2019). Κεφάλαιο 7- Η κρύπτη
«Εδώ είναι, άρχοντα… εδώ είναι ο Μπρύνγιαρ! Αυτός θα μας πει πού είναι η Μάγισσα». Ο Άρνε σηκώθηκε από τον βράχο, εξαφανίστηκε και πριν προλάβει ο Ίβαρ να βλαστημήσει ξανά, ακούστηκε πάλι να τον φωνάζει λίγο πιο πέρα. Ακολούθησε τη φωνή όσο μπορούσε καθώς ο παγωμένος αέρας ήταν πολύ δυνατός στην κορυφή του βουνού. Τελικά τον περίμενε πάνω σε κάποιες πέτρινες στήλες. Η κορυφή του βουνού τελείωνε απότομα σε εκείνο το σημείο και υπήρχε ένας μικρός γκρεμός μέχρι το σημείο αυτών των στηλών, περίπου είκοσι μέτρα πιο κάτω. Χωρίς να το σκεφτεί, με την αυτοπεποίθηση στα ύψη πλέον, πήδηξε στον μικρό γκρεμό και προσγειώθηκε με έναν δυνατό κρότο άθικτος μπροστά από τον Άρνε τινάζοντας το χιόνι από τις λίθινες πλάκες του δαπέδου. Αντίκρισε εκεί την είσοδο σε κάτι που έμοιαζε με αρχαία κρύπτη ή κάποιου είδους ναό. Ένα μέρος στο οποίο μπορούσες να έχεις πρόσβαση μόνο μέσω της κορυφής του βουνού, καθώς από την άλλη πλευρά ο γκρεμός συνέχιζε αλλά αυτή τη φορά χαοτικά για εκατοντάδες μέτρα.
«Ωραίο, άρχοντα… αλλά πολύ θόρυβο έκανες. Θα ταράξεις τον ύπνο των πνευμάτων. Δεν τα θέλουμε αγουροξυπνημένα, σωστά;».
«Εκεί μέσα είναι αυτός ο Μπρύνγιαρ; Φαντάζομαι ήμουν αφελής να πιστέψω ότι θα μπορούσες να εννοείς κάποιον ζωντανό».
«Ζωντανός… νεκρός… φάντασμα… Τι σημασία έχει, άρχοντα, αν μας δώσει την πληροφορία που θέλουμε;».
«Σωστά! Πώς θα μπούμε; Η πύλη φαίνεται πολύ γερή».
«Η κρύπτη είναι απροσπέλαστη, άρχοντα, από αυτό το σημείο. Δυνατή μαγεία κρατάει τους εισβολείς μακριά για να κοιμούνται ήσυχα τα πνεύματα. Όλη η δύναμη του κόσμου δεν θα καταφέρει να κάνει την πύλη αυτή να ανοίξει».
«Έχω μια υποψία ότι τα πνεύματα μπορούν να πηγαινοέρχονται, όμως, έτσι δεν είναι; Για αυτό έχεις επισκεφτεί ξανά τον Μπρύνγιαρ».
«Πνεύματα και κάτοικοι του άλλου κόσμου επιτρέπονται, άρχοντα, για αυτό αν μπορείς κάνε υπομονή και περίμενέ με εδώ μέχρι να επιστρέψω. Αν είμαστε τυχεροί, ο Μπρύνγιαρ θα μου πει και θα με κάνει να θυμηθώ το δρόμο για τη Μάγισσα… Ναι… Θα θυμηθώ…».
«Έκανα τόσο δρόμο όλες αυτές τις μέρες και σκαρφάλωσα ένα ολόκληρο βουνό για να σε περιμένω απέξω; Δεν νομίζω…»… Τότε ο Ίβαρ κατευθύνθηκε προς την πέτρινη πύλη και την έσπρωξε με τα χέρια του. Ελάχιστες στιγμές μετά, αυτή άρχισε να κινείται τρίζοντας και εκτοξεύοντας σκόνη που αναμειγνυόταν με το φρέσκο χιόνι. Η πύλη άνοιξε και ο Ίβαρ μπήκε γυρνώντας χαμογελαστός στον άναυδο Άρνε.
Στο Φως της Αυγής
( Εκδόσεις Βάρδος-Νοέμβριος 2022)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Οθωμανική Ουγγαρία, κοντά στην πόλη Γκιούλo
Σάββατο, 20 Μαΐου 1682
Oszmán Magyarország, Gyula közelében
Szombat, 20 Május 1682
Τα βήματά τους δεν μπορούσαν να είναι αθόρυβα καθώς ολόκληρη η περιοχή ήταν ένας απέραντος λασπότοπος, αλλά με τόσο δυνατή βροχή ακόμα και οι δυνατές φωνές τους χάνονταν στους ήχους των κεραυνών και στο βίαιο μαστίγωμα του εκτεθειμένου από το νερό των ουρανών εδάφους.
Παρά τη μειωμένη ορατότητα μπροστά τους έβλεπαν ένα περίεργο και ασυνήθιστο θέαμα. Ούγγρους στρατιώτες από τις δυτικές περιοχές ˗πιστοί στους Αψβούργους˗ να έχουν στήσει πρόχειρα το στρατόπεδό τους τόσο βαθιά στις οθωμανικές γραμμές εν μέσω καταιγίδας, σε μια έρημη πεδιάδα. Μέχρι και η Γκιούλo, που φαινόταν από μακριά, έδειχνε εγκαταλελειμμένη. Βράδιαζε και οι φωτιές των δαυλών της πόλης έπρεπε ήδη να λαμποκοπούν κάτω από τα υπόστεγα στη σκοτεινή βροχερή ατμόσφαιρα. Όμως, τα σπίτια και τα μικρά της τείχη δέσποζαν στον θολό ορίζοντα χωρίς ζωή, σαν ερείπια κάποιου καταραμένου οικισμού. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια τυπική μέρα της άνοιξης.
Ούτε οι Ούγγροι του στρατοπέδου είχαν αναμμένες φωτιές, όμως, παρά μόνο μία που με το ζόρι προσπαθούσαν να την κρατήσουν ζωντανή κάτω από μια σκηνή, με την ελπίδα πως θα κατόρθωναν να βράσουν λίγο κρέας, όπως πρόδιδαν και οι μυρωδιές που ο αέρας μετέφερε στους παρατηρητές.
Οι μυστηριώδεις άντρες είχαν σκύψει πίσω από έναν μεγάλο βράχο, που βολικά βρισκόταν μπροστά από το στρατόπεδο, πάνω σε ένα φυσικό ανάχωμα που σχημάτιζε η πεδιάδα. Τσαλαβουτούσαν πίσω του μπρούμυτα στις κρύες λάσπες του υγρού εδάφους, προσπαθώντας να μην γίνουν αντιληπτοί.
«Μεγάλο λάθος που βρισκόμαστε εδώ!»
«Πόσοι λες να είναι;»
«Ακόμη το συζητάμε; Ας είναι όσοι θέλουν… δεν μπορώ να καταλάβω πώς σας έπεισε ο Μάτυας. Πού είναι αυτός τώρα; Πάλι εξαφανίστηκε;»
«Πέιτερ! Πέιτερ… πού είναι;» Η φωνή ενός, που ήταν ακροβολισμένος λίγο πιο πέρα, με το ζόρι ακούστηκε εν μέσω καταιγίδας.
«Αυτό ρώτησα μόλις. Αν μας εγκατέλειψε, θα τον…!»
Ξαφνικά ένας ηλικιωμένος εμφανίστηκε πίσω από τους έξι άντρες, οι οποίοι σάστισαν και τράβηξαν τα χοντροκομμένα πιστόλια τους σημαδεύοντάς τον.
«Με τέτοια βροχή περιμένετε αυτά τα παιχνίδια να κάνουν τη δουλειά που θέλετε; Ούτε τα φιτίλια δεν έχετε ανάψει, αν καταφέρετε ποτέ να τα ανάψετε! Σπαθιά, φίλοι μου… παλιό, καλό ατσάλι! Ποτέ δεν απογοητεύει σε οποιαδήποτε συνθήκη».
«Μάτυας Όρντογκ; Ο μέγας πολεμιστής που ξέρει να χειριστεί το ατσάλι, ε; Πάλι μεταμφιέστηκες; Μας κοροϊδεύεις ή θες να μας δείξεις πώς πρέπει να ντυθούμε για την αποστολή μας;» Ο ηλικιωμένος αφαίρεσε με δυσκολία τα βρεγμένα λευκά γένια και τα μακριά μαλλιά, αλλάζοντας το πρόσωπό του τελείως όπως και την κα-μπουριαστή του στάση. Ήταν ένας νεαρός με μαύρα μακριά μαλλιά πιασμένα κοτσίδα, πονηρό βλέμμα στα γκριζογάλανα μάτια του και μια κοντή, περιποιημένη γενειάδα που κατέληγε σε ένα μακρύ μούσι στο πιγούνι, δεμένο προσεκτικά σε δύο ξεχωριστούς κόμπους.
«Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο έχετε ακόμη ενδοιασμούς… δεν συμφωνήσαμε όλοι ομόφωνα;»
«Συμφωνήσαμε για τη μεγαλύτερη δουλειά που θα κάναμε! Για μια δουλειά απλή που θα μας αποφέρει… πόσα είπε, παιδιά;»
«Οκτώ εκατομμύρια ακτσές[1] μάς είπε!» Το υψηλό ποσό το φώναξε με έντονο εκνευρισμό ένας μικροκαμωμένος με ξυρισμένο κεφάλι γεμάτο ουλές, οι οποίες δυσκόλευαν τις σταγόνες της βροχής να κυλήσουν ομαλά στο γυμνό του κρανίο. Ο Πέιτερ επανέλαβε στον Μάτυας χαμογελώντας.
«Οκτώ εκατομμύρια… για να κάνουμε τι; Να βρούμε και να απαγάγουμε τον πρίγκιπα από τα χέρια των Αυστριακών! Αυτήν την τελευταία ασήμαντη πληροφορία δεν μας την είπες, αλλά εγώ έχω καταλάβει τι είσαι και δεν πίστεψα λέξη από όλα αυτά».
«Ήρθες, όμως, ως εδώ στην ερημιά να βραχείς μαζί μας!»
«Μικρέ… το έπαιξες αρχηγός για πολύ! Παριστάναμε πως σε ακολουθούμε τόσο καιρό, επειδή είχες τύχη στο να εντοπίζεις καλές λείες και την ικανότητα να αλλάζεις εμφανίσεις. Αρκετά, όμως!»
«Έπαιξα; Δεν σας είπα πως ο Ιμπράχημ[2] δίνει τα λεφτά για όποιον παρέχει σίγουρες πληροφορίες για τον πρίγκιπα; Δεν σας είπα πού θα βρίσκονται οι απαγωγείς του και σχεδόν σίγουρα έχουμε τον αιχμάλωτο μπροστά μας; Είπα ψέματα;» Ο Μάτυας αυτήν τη φορά έδειξε θιγμένος και έχασε το χαμόγελο άνεσης που διατηρούσε όλη αυτήν την ώρα. Ο Πέιτερ ήταν ένας σωματώδης, άξεστος άντρας με καχύποπτο και αργόστροφο μυαλό. Ήθελε ιδιαίτερη μεταχείριση, ώστε να μην καταστρέψει τα πλάνα που με τόσο κόπο είχε δουλέψει τον τελευταίο καιρό ο Μάτυας και πλέον αυτός και η συμμορία του βρίσκονταν μία ανάσα από την υλοποίησή τους.
Ήξερε, όμως, πως ο Πέιτερ, όσο ανόητος και αν ήταν, είχε δίκιο. Ο Μάτυας τούς εκμεταλλεύτηκε λέγοντάς τους μισές αλήθειες, χωρίς να έχει σκεφτεί το σημαντικότερο ίσως κομμάτι των πλάνων του. Ο Πέιτερ του το υπενθύμισε φτύνοντας κάτω με απέχθεια.
«Και πώς πιστεύεις ότι μπορούμε να νικήσουμε εμείς οι επτά τους περίπου είκοσι, αν μέτρησα καλά, έμπειρους στρατιώτες; Αν βρίσκεται τελικά ο πρίγκιπας σε μια από αυτές τις σκηνές…!»
«Τώρα είναι η ευκαιρία, που βρέχει! Δεν θα μας περιμένουν! Θα κινηθούμε αθόρυβα και…» Η φράση του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς η υγρή γροθιά του Πέιτερ τον βρήκε στο μάγουλο, ρί-χνοντάς τον στη λάσπη.
«Αρκετά, παλιοσκατό… αρχηγός ήμουν ανέκαθεν εγώ και θα συνεχίσω να είμαι. Εμείς φεύγουμε! Αν θες τα λεφτά των Τούρκων, εμπρός, πήγαινε μόνος σου, ξέρεις να μεταμφιέζεσαι!» Ο Μάτυας προσπαθούσε να συγκροτήσει τις σκέψεις του, ζαλισμένος, και τελικά κατάφερε να σηκωθεί με κόπο γλιστρώντας συνεχώς.
«Τι πάθατε όλοι; Έχουμε κάνει πολλά μαζί… γιατί δειλιάζετε τώρα; Θέλετε να ληστεύουμε άμαξες και αγροκτήματα για πάντα; Σας είπα ότι μπροστά μας μάς περιμένουν τα οκτώ εκατομμύρια! Δεν αξίζει λίγος κίνδυνος για τόσα λεφτά; Τι πάθατε;» Ο Μάτυας πλέον φώναζε χάνοντας την ψυχραιμία του, καθώς οι υπόλοιποι έδειχναν να συμφωνούν με τον Πέιτερ.
«Δεν φτάνει που παραλίγο να μας παρασύρεις στον βέβαιο θάνατο, τώρα φωνάζεις για να μας ακούσουν!» Μια δεύτερη γροθιά, αυτήν τη φορά στο στομάχι του Μάτυας, τον έκανε να διπλωθεί από τον πόνο και να ξαναπέσει στη λάσπη. Σύρθηκε και έβγαλε το πιστόλι από τη ζώνη του σε μια ενστικτώδη κίνηση αντίδρασης, προδίδοντας τη συμβουλή που τους έδωσε νωρίτερα. Και έτοιμο να είχε με κάποιον τρόπο το φιτίλι, η πυρίτιδα δεν είχε απλά βραχεί αλλά είχε παρασυρθεί από το νερό, αφήνοντας το εσωτερικό του όπλου τελείως καθαρό.
Ο Πέιτερ τον άρπαξε από την πλάτη ρίχνοντάς τον στο βράχο.
«Ώστε πήγες να με σκοτώσεις, ε; Ως εδώ! Ήρθε η ώρα να γλυτώσουμε από σένα μια για πάντα. Εμπρός, παιδιά, δικός σας!» Ο Πέιτερ έκανε νόημα στους υπόλοιπους και αμέσως περικύκλωσαν τον λασπωμένο Μάτυας, όπως οι πεινασμένοι λύκοι το θήραμά τους.
«Όχι! Κοιτάξτε… κοιτάξτε, βρε ηλίθιοι!» Προσπάθησε να σηκωθεί και τέντωσε το χέρι του δείχνοντάς τους το στρατόπεδο.
«Σοβαρά; Προσπαθείς να ξεφύγεις με αυτό;» Τελικά, ασυναίσθητα ο μεγαλόσωμος ληστής γύρισε το κεφάλι του και είδε κάποιους ρακένδυτους ανθρώπους, που εμφανίστηκαν από το πουθενά, να προσεγγίζουν τους φρουρούς. Μαζί τους είχαν και μερικές γυναίκες, μία εκ των οποίων κρατούσε ένα βρέφος στην αγκαλιά της τυλιγμένο ολόκληρο και ένα μικρό παιδί, το οποίο την αγκάλιαζε από το πόδι της προσπαθώντας να ζεσταθεί από το ψυχρό νερό, που ανελέητα έπεφτε πάνω τους.
«Τώρα είναι η ευκαιρία μας… φαίνονται να είναι πρόσ-φυγες… θα εκμεταλλευτούμε…»
«Σκάσε! Τίποτα δεν αλλάζει…»
«Πέιτερ, άκουσέ με… άσε με να μεταμφιεστώ ξανά και να βρω τρόπο να διεισδύσω στο στρατόπεδο! Τι έχετε να χάσετε; Ή θα με σκοτώσουν και θα γλυτώσετε από μένα, όπως είπες, ή… θα σιγουρέψω ότι έχουν τον πρίγκιπα και θα βρω τρόπο να τον απαγάγω. Σκέψου το!» Ο Πέιτερ κοίταξε τους υπόλοιπους ληστές και μόλις εκείνοι κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά άρπαξε τον Μάτυας από τον γιακά και τον έσπρωξε με δύναμη πέρα από το βράχο. Ο νεαρός άντρας κατρακύλησε στο μεγάλο ανάχωμα και κατέληξε σε ένα μεγάλο αυλάκι που σχηματίστηκε από τους χείμαρρους.
Έφτυσε λασπωμένο νερό με αίμα και ψηλάφησε το δερμάτινό του σακούλι για να βρει την ψεύτικη γενειάδα και την περούκα. Σύρθηκε στο αυλάκι περιμετρικά με το στρατόπεδο και προσέγγισε την είσοδο. Τώρα άκουγε καθαρά τις ομιλίες τους παρά τη δυνατή βροχή. Ένας νεαρός ξανθός με τριμμένο, κουρελιασμένο μανδύα κρατούσε έναν πληγωμένο άντρα και απευθύνθηκε πρώτος στους φρουρούς.
«Ajutor, ajutor vrem adăpost. Suntem refugiați din Tran-silvania![3]»
Βλάχοι! Ωραία, ευτυχώς ξέρω λίγο τη γλώσσα!
Ο Μάτυας φόρεσε την ψεύτικη γενειάδα και την περούκα, που πλέον ήταν βαριά από το νερό, και με τρεμάμενο χέρι προσπάθησε να τα στερεώσει στο πρόσωπό του. Ήταν τυχερός μέσα στην ατυχία του, καθώς, όπως περπατούσε σκυφτός, κλότσησε αδέξια μια τσίγκινη κατσαρόλα, που για κάποιο λόγο είχε παραπέσει εκτός ορίων του στρατοπέδου, αλλά ο κρότος ενός κεραυνού κάλυψε τα πάντα.
«Ε; Τι θα κάνουμε με αυτούς; Τι λέτε, κύριε διοικητά;»
«Θέλουν καταφύγιο μέχρι το ξημέρωμα, ε; Ας περάσουν… ελέγξτε τους για όπλα, δεν θέλω εκπλήξεις σε αυτήν την αποστολή. Να πάνε στην άλλη σκηνή δίπλα στον αιχμάλωτο, μην τους βάλετε μαζί!»
«Μάλιστα, κύριε διοικητά!»
«Άντε να σταματήσει αυτή η καταραμένη βροχή να παραδώσουμε τον Τόκολι[4] στο Γκιόρ… Κουράστηκα!»
Ο Μάτυας χαμογέλασε μόλις επιβεβαίωσε ο διοικητής την ύπαρξη του αρχιεπαναστάτη στο στρατόπεδο. Μέσα σε λίγη ώρα, βρέθηκε από την πόρτα του θανάτου όσο πιο κοντά γινόταν στο ό-νειρό του.
Οι ρακένδυτοι πρόσφυγες περίμεναν υπομονετικά τους φρουρούς να τους ελέγξουν για όπλα, αλλά εκείνος έπρεπε να βιαστεί καθώς οι έλεγχοι ήταν άμεσοι και γρήγοροι. Σύρθηκε ακόμα λίγα μέτρα στη λάσπη και, μόλις προσέγγισε τους Βλάχους, σηκώθηκε απότομα και βρέθηκε στο τέλος της ουράς. Έκλεισε τα μάτια του για λίγες στιγμές παρακαλώντας να μην ακούσει φωνές και διαμαρτυρίες για την παρουσία του, αλλά τελικά οι μόνοι ήχοι που συνέχιζαν να κυριαρχούν ήταν η ασταμάτητη βροχή και οι κεραυνοί.
Μπροστά του είχε μια ηλικιωμένη που του έριξε μερικές περίεργες ματιές για λίγο, αλλά στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή της και πάλι στους φρουρούς, τραβώντας μπροστά, όσο μπορούσε, το πρόχειρο υφασμάτινο κάλυμμα του κεφαλιού της.
Μόλις πέρασε και η ηλικιωμένη στο στρατόπεδο, ήταν ο τελευταίος για έλεγχο. Πήρε μια ταλαιπωρημένη έκφραση για να πείσει περισσότερο, αλλά δεν του ήταν δύσκολο μετά από τις γρο-θιές που δέχθηκε από τον Πέιτερ και τη λασπωμένη του εμφάνιση.
«Όπλα… άρμε… arme!» ο φρουρός φώναζε τη λέξη στα βλάχικα για να την ακούσει καλά ο Μάτυας, που έδειχνε για λίγο σαστισμένος καθώς συνειδητοποίησε πως και εκείνος έπρεπε να παραδώσει τα δικά του. Μην έχοντας άλλη επιλογή έβγαλε από τη ζώνη το έτσι και αλλιώς άχρηστο πιστόλι και ένα μικρό στραβωμένο μαχαίρι. Ο φρουρός τον κοίταξε περίεργα, γιατί ήταν ο μόνος που μετέφερε κάπως πιο σοβαρό οπλισμό.
Ο Μάτυας εξήγησε στα βλάχικα με βραχνή φωνή πως τα ήθελε για προστασία των υπολοίπων και στη συνέχεια επανέλαβε και σε προσποιητά «σπαστά» ουγγρικά. Παρά τις συνθήκες για μία ακόμα φορά ήταν άψογος στο ρόλο που υποδυόταν και έτσι ο φρουρός τελικά έγνεψε αδιάφορα καταφατικά και του έκανε νόημα να περάσει.
Οδηγήθηκε με τους υπόλοιπους στη μία εκ των δύο μεγάλων σκηνών. Το πρώτο δύσκολο κομμάτι της αποστολής αυτοκτονίας, που είχε ξαφνικά αναλάβει, ολοκληρώθηκε με επιτυχία.
Η νύχτα απλωνόταν μπροστά του και είχε χρόνο να σκεφτεί ένα ακόμα πλάνο. Στο παρελθόν πάντα είχε το ταλέντο να ξεγλιστρά ακόμα και από τις δυσκολότερες συνθήκες την τελευταία στιγμή. Ήταν ένα ταλέντο επιβίωσης που δεν το είχαν πολλοί. Από μικρός στους δρόμους της Πέστης έμαθε τα πάντα για το σκληρό πρόσωπο της ζωής. Τα στενά και τα σοκάκια της πόλης τον δίδαξαν πολλά, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι βλέποντας μακριά από την ασφάλεια και τη σιγουριά πώς πραγματικά λειτουργούν οι άνθρωποι και έχοντας εμπειρία από δεκάδες δύσκολες καταστάσεις, τίποτα πλέον δεν του έμοιαζε ακατόρθωτο.
Ο Μάτυας Όρντογκ ήταν μόνιμα εμποτισμένος με ένα ατόφιο θράσος. Έτοιμος να διεκδικήσει το καλύτερο στη ζωή του παρά τα εκατοντάδες εμπόδια και δεν θα επαναπαυόταν σε μια ζωή συμμορίτη, με μικρές λείες και απαγωγές ασήμαντων πλουσίων. Μπορεί να είχε αποτινάξει καιρό τα προβλήματα της ηθικής του πυξίδας προκειμένου να επιβιώσει, αλλά πάντα στόχευε υψηλά. Και αν ο υψηλός αυτός στόχος σήμαινε μια άλλη ζωή εκτός ληστειών και απαγωγών, τότε ολόκληρες οι σκέψεις του λειτουργούσαν μόνο για την επίτευξή του.
Τα οκτώ εκατομμύρια ακτσές που πρόσφερε ο κυβερνήτης της Πέστης και ουσιαστικά ο διοικητής της Οθωμανικής Ουγγαρίας ήταν πάρα πολλά· τόσα πολλά, που οι στόχοι σχηματίστηκαν ξεκάθαρα στο μυαλό του πολύ νωρίτερα από όσο περίμενε. Για να γίνουν δικά του αρκούσε να παραδώσει στις τουρκικές αρχές τον Ίμρε Τόκολι, τον επαναστάτη-αγκάθι των Αψβούργων και χρησιμότατο εργαλείο για τους Οθωμανούς. Ή απλά, να δώσει πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη βέβαιη σύλληψή του. Η ευκαιρία για το δυσκολότερο μονοπάτι από τα δύο ήταν μπροστά του και δεν υπήρχε χρόνος ούτε περιθώριο να κάνει πίσω.
Η συμμορία του τού γύρισε την πλάτη όταν την χρειαζόταν περισσότερο, αλλά είχε μάθει να μην εμπιστεύεται ποτέ κανέναν περισσότερο από απλές συνεργασίες. Έτσι, η προδοσία του Πέιτερ ήταν κάτι περισσότερο από αναμενόμενη και, αφού γλύτωσε το θάνατο για μία ακόμα φορά την τελευταία στιγμή, έπρεπε να το εκ-μεταλλευτεί στο έπακρο. Τα οχτώ εκατομμύρια έπρεπε να γίνουν δικά του και, αν τα κατάφερνε, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τα μοιραστεί μαζί τους.
Από τις βαθιές του σκέψεις δεν κατάλαβε πώς οι Ούγγροι πρό-λαβαν και τους οδήγησαν στο μέρος που θα έβγαζαν τη νύχτα και οι Βλάχοι άρχισαν ήδη να στοιβάζονται στον περιορισμένο χώρο γύρω από μια χαμηλή φωτιά, μάλλον τη δεύτερη συνολικά στο στρατόπεδο, η οποία τρεμόπαιζε κάθε φορά που ο αέρας διαπερνούσε τα ανοίγματα και τις σχισμές των πλαϊνών της σκηνής.
Όλοι έδειχναν ανακουφισμένοι που επιτέλους η βροχή δεν έπεφτε άλλο στα κεφάλια τους. Ακόμα και τα βρέφη άρχισαν να ηρεμούν από το κλάμα τους. Μόλις πήρε και αυτός μια θέση κοντά στη φωτιά παρατήρησε πως μερικοί από τους Βλάχους είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω του. Συνομιλούσαν μεταξύ τους σιγανά και ένας μάλιστα τον έδειξε με το δάχτυλό του στους υπόλοιπους. Ο Μάτυας έπιασε το λασπωμένο και βρεγμένο ψεύτικο μούσι, για να σιγουρευτεί πως βρίσκεται στη σωστή του θέση, αλλά έπρεπε να το περιμένει πως οι άνθρωποι αυτοί πιθανό να βρίσκονταν μέρες μαζί στις κακουχίες της διαδρομής από την Τρανσυλβανία μέχρι εδώ. Λογικό να γνωρίζονται και εκείνος να αποτελεί μια ξαφνική παρα-φωνία μεταξύ τους. Ήλπιζε μόνο να μην είχαν πολύ την όρεξη και την περιέργεια να ασχοληθούν μαζί του.
Οι Βλάχοι έδειχναν να υπακούουν έναν άντρα, πολύ γερο-δεμένο και ευθυτενή. Μόλις έβγαλε την κουρελιασμένη του κουκούλα, αποκάλυψε ένα περίεργα ξυρισμένο κεφάλι αφήνοντας μόνο το πάνω μέρος του να καταλήγει σε μια μακριά κοτσίδα, επιδει-κνύοντας κάποια δερματόστικτα σύμβολα στα πλαϊνά του κεφαλιού του, που γέμισαν τον Μάτυας με άγχος. Ο διπλανός αυτού του περίεργου Βλάχου είχε παρόμοια σύμβολα στο κεφάλι και στο χέρι. Ήταν ένας εξίσου γεροδεμένος, αλλά ξανθός, με βλέμμα που πήγαινε πέρα δώθε εξετάζοντας το χώρο. Ο αρχηγός έκανε νόημα στον νεαρό που μίλησε νωρίτερα με το φρουρό των Ούγγρων και εκείνος σηκώθηκε και πλησίασε τον Μάτυας, που είχε αρχίσει να ιδρώνει παρά την ψύχρα και το βρόχινο νερό που είχε πάνω του.
[1] Αkçe: μονάδα ασημένιων νομισμάτων της oθωμανικής αυτοκρατορίας. (Από το συνθετικό ak που σημαίνει λευκός, λόγω του ανοιχτού χρώματος του αργύρου).
[2] Ibrahim Paşa: διοικητής της πόλης της Πέστης (Peşte στα τουρκικά). Βρισκόταν σε οθωμανική κυριαρχία, πριν ενωθεί αργότερα με το κάστρο της Βούδας (Buda) στην άλλη πλευρά του ποταμού και γίνει η γνωστή πρωτεύουσα που ξέρουμε σήμερα.
[3] Μετάφραση από τα βλάχικα (ρουμάνικα): «Βοήθεια, θέλουμε καταφύγιο. Είμαστε πρόσφυγες από την Τρανσυλβανία».
[4] Thököly Imre (1657-1703). Ούγγρος πρίγκιπας. Ηγέτης της ουγγρικής επανάστασης ενάντια στους δυνάστες Αψβούργους της Αυστρίας. Συμμάχησε με τους Οθωμανούς της ανατολικής Ουγγαρίας για τους σκοπούς του.
